-
1 κατάστρωμα
[катастрома] ουσ. о. палубаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάστρωμα
-
2 палубный
επ.του καταστρώματος• στο κατάστρωμα. || που έχει κατάστρωμα•-ое судно σκάφος με κατάστρωμα.
-
3 стапель-палуба
το δάπεδο, το κατάστρωμα. - дока το κατάστρωμα (της μονίμου ή πλωτής) δεξαμενήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стапель-палуба
-
4 ют
мор. το επίστεγ/ο, το πρυμναίο κατάστρωμαпалуба - а κατάστρωμα - ου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ют
-
5 палуба
-
6 обледенеть
обледене||тьсов σκεπάζομαι μέ πάγο, παγώνω:палуба \обледенетьла τό κατάστρωμα σκεπάστηκε μέ πάγο, τό κατάστρωμα ἐπάγωσε. -
7 палуба
палуб||аж τό κατάστρωμα, ἡ κουβέρτα:верхняя \палуба τό ἄνω κατάστρωμα· нижняя \палуба τό ὑπόφραγμα, ὁ κοραδοϋρος. -
8 беспалубный
επ.που δεν έχει κατάστρωμα•-ое судно σκάφος χωρίς κατάστρωμα.
-
9 баржа
η φορτηγίδα, разг. η μαούναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > баржа
-
10 беспалубный
χωρίς κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспалубный
-
11 дублирование
1. (напр. работы) η επανάληψη 2. (однократное резервирование) η εφεδρική/παράλληλη λειτουργία 3. (фильма) η μεταγλώττιση, το ντουμπλάρισμα (ξεν.) 4. мор. (палубы) η άρμωση των επιθεμάτων στο κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублирование
-
12 дублировать
1. (напр. работу) επαναλαμβάνω 2. (однократно резервировать) λειτουργώ παράλληλα/εφεδρικά 3. (фильм) μεταγλωττίζω, ντουμπλάρω (ξεν.) 4. мор. τοποθετώ επίθεμα στο κατάστρωμα 5. театр. αντικα-θιστώ/ντουμπλάρω τον πρωταγωνιστή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублировать
-
13 кокпит
1. ав. η θέση του χειρισμού, το χειριστήριο, разг. το κόκπιτ (ξεν.) 2. мор. το ανοιχτό (από επάνω) διαμέρισμα στο κατάστρωμα του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кокпит
-
14 палуба
мор. το κατάστρωμαразг. η κουβέρτα (ξεν.)настилать - у (επι)στρώνω το - (π.χ. με ξυλεία)верхняя / нижняя - твиндечная - άνω/κάτω - του κουραδόρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба
-
15 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
16 рубка /
1. (на мелкие куски) το κόψιμο, η κοπή, ο τεμαχισμός 2. (деревьев) η υλοτομία. II.(судовая надстройка) το με-σόστεγοрулевая - τοοιακιστήριο, η τιμονιέρα- управления - χειρισμού, το χειριστήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рубка /
-
17 светильник
το φωτιστικόнастольный - επιτραπέζιο -. подпалубный мор. - κάτω από το κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светильник
-
18 спардек
(самая верхняя палуба) το κατάστρωμα ελαφράς κατασκευής (υπέρ του κυρίου καταστρώματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спардек
-
19 топ-палуба
το άνω κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топ-палуба
-
20 шельтердек
мор. το προστατευτικό κατάστρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шельтердек
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάστρωμα — that which is spread upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
κατάστρωμα — το, ατος δάπεδο με το οποίο καλύπτεται το κύτος του πλοίου: Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστρωμάτων — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώμασι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώμασιν — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματα — κατάστρωμα that which is spread upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματος — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek