Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κατάστρωμα

См. также в других словарях:

  • κατάστρωμα — that which is spread upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • κατάστρωμα — το, ατος δάπεδο με το οποίο καλύπτεται το κύτος του πλοίου: Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστρωμάτων — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώμασι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώμασιν — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώματα — κατάστρωμα that which is spread upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώματι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώματος — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»